Χαρκόλακκας
Ο χώρος που άναβαν φωτιά κι έβαζαν το καζάνι για το ζέσταμα του νερού.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!
Ο χώρος που άναβαν φωτιά κι έβαζαν το καζάνι για το ζέσταμα του νερού.
Δεν πιάνει χαρτοσιά = είναι ασυναγώνιστος «Δε πιαν χαρτοσιά μπροστά τς»
Ο αποσβολωμένος
Αποσβολώνομαι
το φυτώριο (αραιώνεις τον σπόρο στα μαρούλια)
Ανοικτά πόδια
Αυτός που τρώει πολύ. Ο ευκολόπιστος.
Βάζω στο στόμα και καταπίνω χωρίς να μασώ. «Θα πνιχτείς πρόσιχι! Μη χαφτς πουλλές καραμέλις μαζί.» Πιστεύω εύκολα.
Υποτιμιτική έκφραση του γελώ. γελώ χωρίς λόγο
μπουκιά
Το μεγάλο χέρι
Έντονος θόρυβος
Στη φράση “Με χτύπσε χλιά”. Μπροστά στο τζάκι, όταν με πιάσει η πύρρα της φωτιάς.
το κουτάλι
Τρώω με το κουτάλι
Η φάρσα
Η στιγμή
Δουλειές
έχει χούγια
Θυμωμένος
θυμώνω , από τη χολή «Μας (δεν πειράζει που θα) χουλιάισ’ , ιγώ θα του μαρτυρήσου.
Ο χοντρός
Αυτός που λέει αστεία
Ο μικροκαμωμένος/ πολύ αδύνατος
Μία πέτρα στο μέγεθος που να μπορώ να τη σηκώσω με το ένα χέρι και να μου φαίνεται βαριά. Είναι πέτρες που τις συναντάς κοντά στα ποτάμια.
Βράζω
Βάζω τα χέρια μου στο στόμα μπροστά και βγάζω χνώτα (ζεστό αέρα)
Φωνάζω δυνατά για να τρομάξω ένα άγριο ζώο Ή και κάποιον αντίπαλο πολιτικό ή αντίπαλο ομάδα ποδοσφαίρου
το αποχωρητήριο, από το χρει- που στα αρχαία σήμαινε χρειάζεται ή είναι απαραίτητο