Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Ορμυλιώτικο Ιδίωμα!

Όλες οι λέξεις στο Α

Άφανους

Αυτός που εξαφανίστηκε, χάθηκε και δε φαίνεται πια. Ο άφαντος. Ικεί που πίναμε κούμαρο στου καζάɲ, η Λευτέρς γίνκι άφανους, χουρίς να του πάρουμι χαμπάρ.

Άφκα

Άφησα. Χρησιμοποιείται συνήθως στον αόριστο. Μη του τσακώνς στα χέρια σ του τελάρου. Άφκετου αυτού χαμλά.

Αχούρ

Ο στάβλος, που χρησιμοποιείται για τη στέγαση των ζώων. (μτφ.) χαρακτηρισμός εξαιρετικά βρώμικου ή ακατάστατου χώρου.

Αχυρίδα

ή αλλιώς “κάμαρα”. Είναι ένα μικρό εσωτερικό άνοιγμα σ’ έναν τοίχο. Χρησιμοποιείται συνήθως ως ράφι.

Αψάδα

Η οξύτητα. Μη ρίχνς άλλα ξύλα στ’ φουτιά, έχ’ πουλύ αψάδα.

Αψύς

Ο νευρικός/ ο οξύθυμος. Ιτούτους ιδώ είνι πουλύ αψύς, δεν κρατάει τα νεύρα τ’.